Ένα ταξίδι από το σήμερα στο χθες

Η ημέρα ξεκίνησε ήρεμα στο χωριό. Η Έφη κι εγώ απολαύσαμε το πρωινό μας μαζί στο μπροστινό μπαλκόνι. Σκέφτομαι, τώρα, ότι καθώς γερνάμε είναι λίγες οι στιγμές του «μαζί», και προσπαθώ γι’ αυτό να τις χαίρομαι όσο μπορώ πιο πολύ. Ο ορίζοντας είχε καθαρίσει αρκετά από τους χθεσινούς καπνούς των πυρκαγιών που μας τους έφερε από τη Βοιωτία ο δυνατός βοριάς. Είχα καταφέρει να την πείσω να κλείσουμε την τηλεόραση, ώστε να απαλλαγούμε για λίγο από το θλιβερό θέαμα με τις ατέλειωτες φλόγες και τις καταστροφές. Ο Κορινθιακός πάντα όμορφος, απλωμένος σχεδόν στα πόδια μας μ’ ένα ελαφρό βοριαδάκι να ταράζει τα νερά του. Είναι, φαντάζομαι, δύσκολο να του αντισταθεί όποιος συνεχίζει να κολυμπάει στην ηλικία μας. Τρέχει και τον αγκαλιάζει κολυμπώντας. Η Έφη ανήκει σ’ αυτούς. Σταμάτησε κάποια στιγμή να ζωγραφίζει κι έβαλε τα γεμιστά κολοκυθάκια στον φούρνο. «Δέσε το μαγιό μου στην πλάτη» μού ζήτησε. «Θα σου τηλεφωνήσω να έρθεις να με πάρεις» είπε κι έφυγε για την παραλία.

Μόνος τώρα, έβαλα την αγαπημένη μου ξύλινη chaise longue με το καραβόπανο στην πιο αναπαυτική θέση της και βυθίστηκα μέσα της. Κάπως έτσι θα πρέπει να νιώθει, σκέφτηκα, όποιος ταξιδεύει στην πρώτη θέση στα αεροπλάνα. Χωρίς να χρειάζεται να σε ξυπνήσει ο διπλανός σου για να πάει για κατούρημα, ή για να σου δώσει η αεροσυνοδός τον δίσκο με το γεύμα σου, όπως συμβαίνει στην οικονομική θέση που ταξιδεύω εγώ. Στην οικονομική θέση μπορείς, βέβαια, να δεις μια ολόκληρη ταινία του cinema στη διάρκεια της πτήσης. Σε μια μικρούτσικη όμως οθόνη, που μπορεί και να ενοχλεί τους διπλανούς σου. Βυθισμένος τώρα στην τύπου “πρώτη θέση” πολυθρόνα μου, χωρίς διπλανούς, με το βοριαδάκι να με δροσίζει και με νοσταλγική διάθεση, έκλεισα τα μάτια κι άρχισα να ονειρεύομαι. Άρχισα, δηλαδή, να ταξιδεύω στο χθες. Σε αυτήν την ιδιότυπη “πτήση”, επέλεξα να ξαναδώ την “ταινία” της δεκαετίας του ’50. Η οθόνη των αναμνήσεων ήταν μεγάλη και η ταινία ήταν φυσικά ασπρόμαυρη.

Γεννήθηκα στο Αίγιον, στην οδό Κ. Θεοδώρου, αριθμός 1. Στην κρεβατοκάμαρα της μητέρας μου, στο σπίτι που νοίκιαζε από την οικογένεια Φαραζουλή για εμάς ο πατέρας  – από το 1946 μέχρι το 1958. Στο ίδιο σπίτι ο πατέρας είχε και το ιατρείο του. Τα πρωινά είχε την υποχρέωση – κάθε πρωί – να πηγαίνει στην Πάτρα, όπου ως επιστρατευμένος έφεδρος ανθυπίατρος προσέφερε τις υπηρεσίες του στο 409 στρατιωτικό νοσοκομείο για την περίθαλψη των πολλών τραυματιών του Εμφυλίου Πολέμου. Κάθε μέρα, μέχρι περίπου το 1953. Και τα απογεύματα εργαζόταν στο ιδιωτικό ιατρείο του για να μπορεί να υποστηρίζει την οικογένειά του. Θυμάμαι που κάθε φορά που γύριζε από την Πάτρα μού έφερνε κι ένα μεγάλο κουλούρι, ένα “Πολίτικο σιμίτι”. Κατά έναν παράξενο τρόπο, στο ίδιο νοσοκομείο «υπηρέτησα» κι εγώ για λίγες μέρες ως έφεδρος ανθυπίατρος κατά τη διάρκεια της κωμικοτραγικής γενικής επιστράτευσης του Ιουλίου του 1974.

Στην οδό Κ. Θεοδώρου, αριθμός 1 και τη γειτονιά της γνώρισα τη ζωή και τα θαύματά της, μέσα κι έξω από το σπίτι. Θυμάμαι τη μεταλλική σκάφη που μ’ έπλενε η μητέρα σε μικρή ηλικία. Θυμάμαι το “φανάρι” (ή “κλουβί”) με τα τρόφιμα κρεμασμένο ψηλά στην κουζίνα. Θυμάμαι τα “μαγκάλια” και τον χώρο φύλαξης της “πυρήνας”. Θυμάμαι το ξύλινο ψυγείο πάγου και τον παγοπώλη να φέρνει στο σπίτι την κολώνα του πάγου, που με τη μεγάλη μεταλλική τσιμπίδα του και τις αδρές κινήσεις του φάνταζε στα μικρά μάτια μου σαν ένας από τους ήρωες των παραμυθιών που διάβαζα. Θυμάμαι το πρώτο γραφείο που παράγγειλε ο πατέρας για την αδερφή μου στον επιπλοποιό – το γραφείο που πολλά χρόνια αργότερα έγινε δικό μου και με ακολούθησε και στην Αθήνα. Θυμάμαι την πρώτη βιβλιοθήκη και τα πρώτα εξωσχολικά βιβλία που ο πατέρας παράγγειλε για εμάς. Θυμάμαι τη μεγάλη τριανταφυλλιά στη μπροστινή αυλή. Θυμάμαι που σε πολύ μικρή ηλικία ερχόταν και παίζαμε σ’ αυτήν την αυλή η κόρη της "Καΐλενας", ένα γλυκό συνομήλικο τσιγκανάκι.

Θυμάμαι όλα τα γειτονόπουλα στον χωματόδρομο που ήταν τότε η οδός Κ. Θεοδώρου, ο δρόμος ακριβώς απέναντι από την εκκλησία "Φανερωμένη". Θυμάμαι τα παιχνίδια και τις σκανταλιές μας. Τον στριμμένο γεροντοκόρο που δεν μας επέστρεφε τη μπάλα αν αυτή είχαμε την ατυχία να πέσει στην αυλή του. Τον “καταβρεχτήρα” του δήμου, που διέκοπτε κάθε τόσο το παθιασμένο υποτυπώδες ποδόσφαιρο που παίζαμε για να ποτίσει τα καλοκαίρια τον σκονισμένο δρόμο. Τα κουκουνάρια από τα πεύκα που μάζευα σαν κλέφτης – ήμουν δεν ήμουν τεσσάρων ετών – στον κήπο του υπέροχου νεοκλασικού σπιτιού που έμενε η Μαρία μέχρι να με ανακαλύψει κάθε φορά η μητέρα της, η κυρία Αμαλία. Την τέλεια συλλογή από τεύχη Mickey Mouse της Κατερίνας στο ισόγειο του ίδιου σπιτιού. Το “κομάν” – μια αγορίστικη παραλλαγή του “κρυφτού” – που παίζαμε με άλλα αγόρια σε μεγαλύτερη ηλικία. Την εκπληκτική συλλογή μου από χειροποίητες σφεντόνες και δόρατα. Ένα αξιοπρεπές, δηλαδή, “οπλοστάσιο” για ένα αγόρι 8 ή 10 ετών που έκανε εμένα μεν υπερήφανο, τον δε πατέρα μου πολύ ανήσυχο – τόσο πολύ που αναγκαζόταν να κλειδώνει κάθε τόσο τον “οπλισμό” μου στα ντουλάπια του γραφείου του.

Πιο συχνά και πιο καλά, όμως, απ’ όλα θυμάμαι την κορομηλιά στη μπροστινή αυλή και τις μελωδίες που έρχονταν προς τη μεριά μας τα καλοκαίρια από τον διπλανό θερινό κινηματογράφο, τον “Παρθενώνα”. Η κορομηλιά ακουμπούσε στη ψηλή μάντρα που χώριζε τη μπροστινή αυλή από τον κινηματογράφο, και ήταν έτσι ένας εύκολος τρόπος για να απολαύσουν κινηματογράφο τζάμπα πολλά από τα μεγάλα παιδιά της γειτονιάς. Τρύπωναν μέσα στη νύχτα στην αυλή μας με βιαστικές κινήσεις που θύμιζαν λωποδύτες, σκαρφάλωναν στην κορομηλιά και ξάπλωναν στο πεζούλι στην κορυφή της μάντρας. Η όλη τελετουργία εξόργιζε τη γιαγιά την Ανδρομάχη, που συχνά προσπαθούσε μέσα στο σκοτάδι να τους διώξει με τη μαγκούρα της, ενώ αντιθέτως οι γονείς μου έκαναν τα στραβά μάτια. Ο “Παρθενώνας”, πάντως, εκτός από τους ενοχλητικούς νυχτερινούς επισκέπτες είχε και τα καλά του. Εκεί – χωρίς μάλιστα να είμαι ανάμεσα στους θαμώνες του – πρωτάκουσα υπέροχα τραγούδια που γράφτηκαν για τον παλιό Ελληνικό κινηματογράφο. Ήμουν, για παράδειγμα, οκτώ ή εννέα ετών αγόρι όταν τις καλοκαιρινές νύχτες – πολλές καλοκαιρινές νύχτες στη σειρά – με νανούρισε η φωνή της Μελίνας (“Στέλλας”) που τραγουδούσε τόσο αισθαντικά πίσω από τη μάντρα στη μπροστινή αυλή μας: «Βγήκανε τ’ άστρα / κι οι κοπέλες με τ’ άσπρα / κατεβαίνουν στην κάτω γειτονιά. Τα παλληκάρια / παρατάνε τα ζάρια / κι ανταμώνουν στου δρόμου τη γωνιά. – Στου Παραδείσου τα μπουζούκια θα με πας, / κι αφού χορέψουμε και πάψει ο σαματάς / εφτά τραγούδια θα σου πω, για να διαλέξεις το σκοπό, / για να μου πεις, για να σου πω το “Σ’ αγαπώ”. Είναι ίσως αυτός ο λόγος που αγαπώ ακόμα αυτό το τραγούδι. Είναι ίσως αυτός ο λόγος που λατρεύω τα τραγούδια και τις μουσικές του Μάνου Χατζιδάκι...

Στις δύο περίπου το μεσημέρι, κατέβηκα με το αυτοκίνητο να πάρω την Έφη από την παραλία. Γυρίσαμε μαζί στο σπίτι. «Τα κολοκυθάκια είναι έτοιμα, έλα να φάμε!» μου φώναξε λίγο αργότερα. Η νοσταλγική «πτήση» μου στο χτες έλαβε έτσι τέλος. Θα φάμε τώρα τα γεμιστά κολοκυθάκια. Θα τα φάμε μαζί!...

Σημείωση. Στη φωτογραφία, το ξύλινο ψυγείο πάγου που είχαμε στο σπίτι στην οδό Κ. Θεοδώρου 1 (1946-1958). Κατασκευάστηκε στο τέλος της δεκαετίας του ’40. Το βρήκα βρώμικο και παραμελημένο στο υπόγειο της "Αλεξάνδρας”, του όμορφου σπιτιού μας που γκρεμίστηκε από το κράτος το 2015 για να κάνει χώρο να περάσει το νέο τρένο που υποτίθεται ότι θα έφερνε στο χωριό την «ανάπτυξη». Την «ανάπτυξη» που ακόμα περιμένουμε όλοι μας ζωσμένοι από παντού από τόνους τσιμέντων… Ένας φίλος ξυλουργός στο Αίγιον με βοήθησε να «αναζωογονήσουμε» το παλιό ψυγείο. Το έχω τώρα κοντά μου στο μικρό διαμέρισμα που νοικιάζουμε, κι αυτό με κάνει να νιώθω καλά.

23 Αυγούστου 2023

Ακολουθήστε μας στο facebook (επαγγελματική σελίδα)

Ακολουθήστε μας στο facebook (προσωπική σελίδα)

Ακολουθήστε μας στο twitter