Happy Mother’s Day
Μια από τις πρώτες ίσως εικόνες που αντίκρυσα έξω απ' το σπίτι σαν παιδί ήταν το ανθισμένο χαμομήλι. Μια δυνατή πρώτη εικόνα της φύσης που ο νους μου έχει διατηρήσει σχεδόν αναλλοίωτη. Θα πρέπει να ήμουν περίπου δύο ή τριών χρονών. Η μικρή μας πόλη είχε μια μεγάλη πλατεία στο πιο ψηλό της σημείο, τα “Ψηλά Αλώνια”, απ' όπου η θέα της κάτω πόλης, του λιμανιού και του Κορινθιακού Κόλπου ήταν μαγευτική – πράγμα βέβαια που ένιωσα πολλά χρόνια αργότερα. Το σπίτι μας, το σπίτι που ο πατέρας νοίκιαζε από την παλιά Αιγιώτικη οικογένεια των Φαραζουλή, ήταν πολύ κοντά σ΄ εκείνη τη πλατεία. Η μητέρα με πήγαινε εκεί για βόλτα εκείνα τα χρόνια. Με κρατούσε πάντα σφιχτά απ΄ το χέρι και ένιωθε υπερήφανη για μένα. Έτσι δείχνει η ασπρόμαυρη φωτογραφία του πλανόδιου φωτογράφου στο ράφι της βιβλιοθήκης απέναντί μου. Οι δυο μας κάναμε ένα γύρο στο κλειστό με κάγκελα πάρκο, στο κάτω μέρος της πλατείας. Σταματούσαμε πάντοτε στη λίμνη με το καμπυλωτό πέτρινο χείλος και το βαθύ πράσινο χρώμα που δημιουργούσαν οι πυκνοί θάμνοι και τα δέντρα που καθρεφτίζονταν μέσα της. Η εικόνα για τα μικρά μου μάτια ήταν πολύ μεγάλη. Η αίσθηση γαλήνης και ευτυχίας μοναδική. Την εικόνα πλαισίωναν με ήχους οι φωνές των βατραχιών, που κυνηγιόντουσαν ακατάπαυστα και βουτούσαν με θεαματικό τρόπο στη λίμνη. Λες και προσπαθούσαν να μας εντυπωσιάσουν με τα κόλπα τους. Εκείνη τη μέρα, μια φωτεινή ανοιξιάτικη μέρα σαν τη σημερινή, η μητέρα κι εγώ τελειώσαμε τη βόλτα στο πάρκο και βαδίσαμε προς την πλατεία. Η πλατεία εκείνα τα χρόνια σκεπαζόταν από χώμα. Υπήρχαν ίσως πέτρινα πεζούλια στην περίμετρο, ίσως και γύρω από δυο φοινικόδεντρα. Η πλατεία η ίδια ήταν χωμάτινη. Μεγάλα κομμάτια της είχαν καλυφθεί από χαμομήλι. Η μητέρα αποφάσισε να καθίσουμε κάτω για να ξεκουραστούμε. Ήθελε να καθίσουμε στη γη, όχι σε ένα από τα παγκάκια. Καθίσαμε λοιπόν κάτω, στο ανθισμένο χαμομήλι. Η στιγμή ήταν πολύ δυνατή. Απόλαυσα το μικρό μάθημα φυσικής ιστορίας με όλες μου τις αισθήσεις. Έπιανα το χαμομήλι, το έκοβα, το μύριζα, το έτρωγα και δεν χόρταινα να το κοιτάζω. Ονειρεύομαι τώρα ότι ίσως και η μητέρα μου δεν χόρταινε να κοιτάζει εμένα να παίζω με το χαμομήλι… Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε. Το χώμα και το χαμομήλι στα «Ψηλά Αλώνια» έχουν αντικατασταθεί από μεγάλες τσιμεντένιες πλάκες. Τα συνομήλικα μου παιδιά εκείνων των χρόνων κάθονται πια, αυτοί και τα παιδιά τους, σε αναπαυτικές πολυθρόνες στα καφέ-μπαρ στους γύρω δρόμους. Τα εγγόνια τους έχουν τα ματάκια τους κολλημένα στην οθόνη του ηλεκτρονικού παιγνιδιού τους. Εγώ με δυσκολία πια κάθομαι στο χώμα και ακόμα πιο δύσκολα καταφέρνω να σηκωθώ. Ωστόσο, όταν τύχει να αντικρύσω ανθισμένο χαμομήλι στην εξοχή νιώθω μια ακατανίκητη, μια μυστηριώδη ανάγκη να το φωτογραφίσω. Σαν να θέλω να το πάρω μαζί μου κάθε φορά. Συχνά νιώθω την ανάγκη να ξαπλώσω πάνω στο χαμομήλι, να το νιώσω πολύ κοντά μου, να κλείσω τα μάτια και να πάρω δύναμη απ' αυτό… Αναρωτιέμαι αν ο Ανταίος έπαιρνε τη δύναμή του από μια ξερή γη ή από μια ανθισμένη γη. Αναρωτιέμαι αν ο μυθικός γίγαντας είχε ζήσει κι αυτός ένα παρόμοιο ανοιξιάτικο πρωινό, καθισμένος με τη μητέρα του στο χώμα με το ανθισμένο χαμομήλι. Φαίνεται πώς μερικά πράγματα δεν αλλάζουν με τους αιώνες. Φαίνεται ότι δεν αλλάζουν όσα διαμόρφωσαν εμάς και τις αισθήσεις μας. Φαίνεται ότι δεν αλλάζει η ανάγκη να επισκεπτόμαστε ξανά και ξανά τις ευτυχισμένες στιγμές μας. Φαίνεται ότι δεν αλλάζει η ανάγκη να έχω στο απέναντι ράφι την ασπρόμαυρη φωτογραφία του πλανόδιου φωτογράφου, να την κοιτάζω και να παίρνω δύναμη απ' αυτή.
10 Μαΐου 2015
Ακολουθήστε μας στο facebook και στο twitter: