Τα καλά του νεκροταφείου

Χάρη στα social media πληροφορήθηκα πριν από λίγες ημέρες τη θλιβερή είδηση του θανάτου του Γιώργου. Από τον αποχαιρετισμό των φίλων του στο facebook. Μια δυο μέρες αργότερα, διάβασα πάλι εκεί και τη σχετική ανάρτηση εφημερίδας του Αιγίου, και το επίσημο αγγελτήριο της κηδείας του από το τοπικό γραφείο κηδειών. Να, λοιπόν, που το facebook – παρόλα τα ελαττώματά του – καταφέρνει να μας κρατάει σε σύνδεση με φίλους και γνωστούς.

Τον Γιώργο δεν τον ήξερα καλά. Δεν κάναμε ποτέ παρέα καθώς μεγαλώναμε στο Αίγιον τις δεκαετίες του ’50 και του ‘60. Πήγαμε στο ίδιο γυμνάσιο, αλλά οι δρόμοι μας δεν διασταυρώθηκαν ποτέ. Ίσως φταίει που ήταν δυο χρόνια μεγαλύτερος. Ίσως φταίω κι εγώ που – τώρα που το σκέφτομαι – ήμουν τότε μάλλον μοναχικός και ντροπαλός. Στενοχωρήθηκα πάντως. Στενοχωρήθηκα και τρόμαξα μαζί όταν κατάλαβα ότι ο Γιώργος ήταν θύμα του καρκίνου του προστάτη… «Θα πάμε στην κηδεία», είπα αποφασιστικά στην Έφη. Το ήθελα πολύ, για να τιμήσω έτσι έναν καλό οικογενειάρχη, έναν καλό πατέρα, έναν άνθρωπο που είχε κατακτήσει την αγάπη και τον σεβασμό της τοπικής κοινωνίας – όπως έδειξαν τα πολλά αποχαιρετιστήρια σχόλια στο facebook, αλλά και η αθρόα συνάθροιση φίλων και γνωστών του που πλημμύρισαν τον μητροπολιτικό ναό της “Φανερωμένης”. Το ήθελα πολύ για να τιμήσω και τη Νίκη, τη σύζυγό του, καλή συνάδελφο γιατρό και επίσης πολύ αγαπητή στο Αίγιον. Το ήθελα πολύ, για να πω την αμαρτία μου, και επειδή ήξερα ότι εκεί θα συναντούσα παλιούς φίλους και άλλους γνωστούς Αιγιώτες.

Φτάσαμε έγκαιρα στο Αίγιον και κατευθυνθήκαμε προς τη “Φανερωμένη”. Ο χώρος γύρω απ’ τον νεκρό ήταν διακοσμημένος με υπέροχα άνθη. Συλλυπηθήκαμε τη Νίκη και τα παιδιά του Γιώργου, εμπρός απ’ το κλειστό φέρετρο, και καθίσαμε στον απέναντι χώρο δίπλα στον μακρύ κεντρικό διάδρομο. Το εντυπωσιακά μεγάλο πλήθος – δείγμα της αγάπης του κόσμου για τον Γιώργο – προχωρούσε με αργά βήματα για να συλλυπηθεί την οικογένεια και να τιμήσει τον νεκρό. Ακουμπούσαν σεμνά το χέρι τους στο φέρετρο σκύβοντας το κεφάλι. Άλλοι, πάλι, άφηναν λουλούδια σ’ ένα μεγάλο καλάθι στο δάπεδο του ναού, στο κάτω μέρος του φέρετρου. Πολλά λουλούδια, πολλές ανθοδέσμες. Η γενική θλίψη, ο σεβασμός για τον νεκρό, η ηρεμία και η τάξη ήσαν κυρίαρχες. Κάποια στιγμή, πέρασε βαδίζοντας από δίπλα μου ο Πάνος ο φαρμακοποιός – παντρεμένος με τη Μαίρη την παλιά γειτόνισσά μου στην οδό Ανδρέου Λόντου – και ακούμπησε τρυφερά τον ώμο μου καθώς καθόμουνα. Ανταπέδωσα σφίγγοντας σαν σε χαιρετισμό το χέρι του. «Να που οι Αιγιώτες με θυμούνται ακόμα» είπα από μέσα μου συγκινημένος. Η νεκρώσιμη ακολουθία, που εκτελέσθηκε από δύο απλούς ιερείς ήταν απολύτως λιτή. Χωρίς ακρότητες και υπερβολές. Κάποια στιγμή, η κόρη του Γιώργου σηκώθηκε από το κάθισμά της, πήρε τη φωτογραφία του πατέρα της – που είχε τοποθετηθεί όπως συνηθίζεται επάνω στο φέρετρο – και κάθισε πάλι σφίγγοντας με τα δυο της χέρια τη φωτογραφία στην αγκαλιά της. Συγκινήθηκα. Στη διάρκεια της ακολουθίας ψιθύρισα στην Έφη «να μου λες πότε πρέπει να σηκωνόμαστε όρθιοι και πότε μπορούμε να καθόμαστε». Είχα πάντα ένα ζήτημα με το τελετουργικό στις εκκλησίες. Δεν της άρεσε το σχόλιό μου και μου έδωσε μια δυνατή σκουντιά στα πλευρά… Κοντά στο τέλος της νεκρώσιμης ακολουθίας, οι ιερείς ανακοίνωσαν ότι «μετά την ταφή η οικογένεια θα δεχτεί συλλυπητήρια στο δημοτικό κυλικείο έναντι του κοιμητηρίου». Στ’ αυτιά μου ακούστηκε σαν ανακοίνωση κάποιου πολιτιστικού δρώμενου από τους σπόνσορές του.    

Λίγο αργότερα, οι πιο πολλοί από εμάς οδηγήσαμε στη μικρή διαδρομή που χωρίζει τη “Φανερωμένη” από το νεκροταφείο του Αιγίου που βρίσκεται σ’ έναν από τους γύρω λόφους της πόλης. Περπατήσαμε ανάμεσα στα κυπαρίσσια, και με σκυφτό το κεφάλι παρακολουθήσαμε την τελετουργία του ενταφιασμού του νεκρού. Οδυνηρός όπως πάντα ο αποχαιρετισμός για την οικογένεια του νεκρού. Μοιραίος ο θάνατος, μοιραίος και ο θρήνος. Στα λίγα λεπτά της σκληρής διαδικασίας, ξανασυνάντησα φίλους και γνωστούς. Την πάντα καλοσυνάτη Χρύσα, σύζυγο του πρόωρα χαμένου εξαδέλφου μου Πάνου, θύματος της λευχαιμίας. Τον Σπύρο, γιο παλιού καλού γιατρού της Αιγιάλειας και παππού ασθενούς μου. Τον Στάθη, πρώην δήμαρχο του Αιγίου και αδερφό συμμαθητή μου στο γυμνάσιο του Αιγίου τη δεκαετία του ’60. Τη μητέρα μιας πολύ νεαρής γυναίκας που κάθε φορά που συναντιόμαστε στο Αίγιον με ρωτάει με αγωνία και μόνιμο καημό αν υπάρχει «κάποιο καλό νέο, κάποια επιστημονική πρόοδος» για την κώφωση. Η πολύ πρόωρα γεννημένη κόρη της έχασε την ακοή της επειδή στη μονάδα εντατικής θεραπείας για νεογνά της είχε χορηγηθεί γνωστό για την ωτοτοξικότητά του φάρμακο.

Πήρα τον δρόμο για το κυλικείο που βρισκόταν πολύ κοντά, «έναντι του κοιμητηρίου». Το σπαραχτικό κλάμα της κόρης του νεκρού με συνόδευσε έως και την έξοδο από το νεκροταφείο. Η μάντρα και ένας μικρός ασφαλτοστρωμένος δρόμος γεμάτος παρκαρισμένα αυτοκίνητα χώριζαν το κυλικείο από το νεκροταφείο. Μπαίνοντας εκεί αντιμετώπισα, όπως και σε ανάλογες περιπτώσεις στο παρελθόν, μια άλλη ατμόσφαιρα. Η ατμόσφαιρα κάθε άλλο παρά νεκρώσιμη ήταν. Ένιωσα ότι βρέθηκα σε κάποιου είδους cocktail party. Άλλοι είχαν κάτσει σ’ ένα από τα μακριά τραπέζια, άλλοι ήσαν ακόμα όρθιοι. Η σοβαρότητα είχε δώσει τη θέση της σε μια αυθόρμητη χαλαρότητα, σε μια ευφορία. Ο κόσμος – παλιοί και νεότεροι Αιγιώτες – χαμογελούσαν δειλά, σαν να χαίρονταν που ξανάβλεπαν πάλι γνωστούς και φίλους. Σαν να γιόρταζαν τη ζωή, σαν να ‘λεγαν από μέσα τους «είμαστε τυχεροί που είμαστε στην από ‘δω μεριά της μάντρας του νεκροταφείου». Ξαναβρήκα κι εγώ μέσα στο πλήθος πολλούς γνωστούς και παλιούς φίλους. «Δεν με θυμάσαι;» μου είπε ένας καλοντυμένος άντρας που με πλησίασε, καθώς έψαχνα με το βλέμμα μου να ‘βρω την Έφη. «Βόηθα με λίγο!» απάντησα. «Είμαι ο… που μένατε πάνω απ’ το μαγαζί μας στο Αίγιον». «Α, ναι βεβαίως! Χάρηκα που σε ξαναείδα» του είπα αμήχανα. Η Έφη, καθισμένη, στο βάθος της μεγάλης μακρόστενης αίθουσας, μου έγνεψε με το χέρι της. Κάθισα δίπλα της. Ένας άντρας απέναντί της με ρώτησε αν τον θυμάμαι. «Βόηθα με λίγο!» είπα πάλι. «Είμαι ο Θόδωρος, ο άντρας της Κατερίνας…» απάντησε ο σύζυγος της άτυχης παιδιάτρου που έχασε πριν από μερικά χρόνια τη μάχη με τον καρκίνο του στήθους. «Α, ναι βεβαίως!» είπα για μια ακόμα φορά. Μια γυναίκα, υπάλληλος στο κυλικείο, με ρώτησε «πώς θέλετε τον καφέ σας;». «Μέτριο» απάντησα, και σε λίγο άρχισα να απολαμβάνω τα νόστιμα βουτήματα. Πεινασμένος καθώς ήμουνα, τα βούταγα το ένα μετά το άλλο στον ζεστό καφέ. Χάρηκα πραγματικά κι εγώ που ξαναείδα τη Βάσω, καλή φίλη των νεανικών χρόνων, και τον άντρα της τον Μιχάλη. Χάρηκα που ξαναείδα τον Βασίλη, τον γιο του γυμνασιάρχη μου στο Αίγιον και καλό φίλο. Χάρηκε κι αυτός. «Με τον Γιώργο είμαστε συμμαθητές» μου είπε, και με σύστησε στους άλλους στο τραπέζι σαν τον «καλό παιδοκαρδιοχειρουργό»! Ο Βασίλης δεν λείπει από καμιά κηδεία, από κανένα μνημόσυνο στο Αίγιον. Χάρη σ’ αυτόν κάνω νέους φίλους στο «δημοτικό κυλικείο έναντι του νεκροταφείου». Αυτήν τη φορά με σύστησε και σε μια μεσήλικη γυναίκα που καθόταν στην άκρη του τραπεζιού σχεδόν δίπλα μου. «Είναι αντιδήμαρχος στον Δήμο Αιγίου» με πληροφόρησε ο Βασίλης. Κουβεντιάσαμε για λίγο, και όσο μου μιλούσε για τη διαδρομή της στα δημοτικά πράγματα της μικρής, αγαπημένης μας πόλης διαπίστωσα ότι είχε πολύ όμορφα πράσινα μάτια. Συγκρατήθηκα να μην της το πω. «Καλή επιτυχία στις εκλογές του Οκτωβρίου!» της ευχήθηκα, και σηκώθηκα για να ακολουθήσω την Έφη στην έξοδο. Με συντροφιά μας την Αλεξάνδρα – που γίναμε φίλοι πολύ πρόσφατα – αποφασίσαμε να πάμε για παγωμένη μπύρα στην παραλία της πόλης, στο μαγαζί «Το Νησί». «Θέλω να με κεράσεις για τα γενέθλια της κόρης σου!» μού είχε ζητήσει. Και το έκανα!

Πολλές ώρες αργότερα, άρχισα να σκέφτομαι την εμπειρία που είχα ζήσει εκείνη την ημέρα. Θέλω να ομολογήσω, λοιπόν, ότι ανήκω σ’ αυτούς που δεν «προσδοκώ ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος». Διότι απλώς δεν το χωράει το μυαλό μου! Και τα παιδιά μου το γνωρίζουν αυτό. Όπως γνωρίζουν και την επιθυμία μου να με αποχαιρετήσουν όταν πεθάνω – ελπίζω όχι σύντομα, δεν είμαι έτοιμος ακόμα γι’ αυτήν την εμπειρία – στο αποτεφρωτήριο της Ριτσώνας. Μετά, όμως, από την πρόσφατη εμπειρία στο αγαπημένο μου Αίγιον, δηλαδή μετά από τη συνολική διαδοχή θρησκευτικής κηδείας στον ναό, ενταφιασμού στο νεκροταφείο, και «συλλυπητηρίων στο δημοτικό κυλικείο» – τον παράδοξο και συναρπαστικό συνδυασμό θλίψης, οδύνης και ευφορίας – νομίζω ότι είναι πιθανόν να αναθεωρήσω την απόφασή μου. Με άλλα λόγια, μπορεί στο μέλλον να αναγνωρίσω τα καλά του νεκροταφείου. Μπορεί να αναγνωρίσω τα συγκριτικά πλεονεκτήματά του έναντι της Ριτσώνας – όπως τα έζησα για μια ακόμα φορά πολύ πρόσφατα – και ν’ αλλάξω γνώμη για τη μεταθανάτια διαχείριση του άψυχου κορμιού μου από τους δικούς μου ανθρώπους. Στο κάτω-κάτω είναι δύσκολο να αντισταθεί κάποιος σ’ ένα ακόμα πλεονέκτημα του νεκροταφείου. Είναι αυτό που ακούγεται στον ναό, λίγη ώρα πριν από τη φάση του ενταφιασμού. Ένα είδος μαγικής παράκλησης ή παρότρυνσης των ιερέων προς τον Θεό, ένα είδος extra bonus που μόνο η λύση του νεκροταφείου εγγυάται: «Πᾶν ἁμάρτημα τὸ παρ᾿ αὐτοῦ πραχθὲν ἐν λόγῳ ἢ ἔργῳ ἢ διανοίᾳ, ὡς ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος Θεὸς συγχώρησον· ὅτι οὐκ ἔστιν ἄνθρωπος, ὃς ζήσεται καὶ οὐχ ἁμαρτήσει ...». Όλα, λοιπόν, τα αμαρτήματα, όλα τα λάθη μπορεί να διαγραφούν μετά τον θάνατο κάποιου!... Και καλώς ή κακώς έχω στη ζωή μου πράξει και κάποια αμαρτήματα. Και πολλά λάθη!

18 Σεπτεμβρίου 2023


Ακολουθήστε μας στο facebook (επαγγελματική σελίδα)

Ακολουθήστε μας στο facebook (προσωπική σελίδα)

Ακολουθήστε μας στο twitter