Ζήτω η 28η Οκτωβρίου 1940! - μια μικρή στρατιωτική ιστορία

Νωρίς χτες το πρωί κρέμασα προσωρινά τη μπλούζα του γιατρού και δραπέτευσα από την Αθήνα για έξι ολόκληρες μέρες. Στο αγαπημένο παραλιακό χωριό θα μπορέσω να ζήσω για λίγο σαν απλός άνθρωπος. Χωρίς μηχανήματα και θορύβους. Χωρίς να με απειλούν τα υψηλά «ιικά φορτία». Χωρίς τη σκληρή πίεση της ιατρικής ευθύνης. Ατυχώς και χωρίς ψυγείο, αφού το βρήκαμε με νεκρό κινητήρα… Η ζωή εδώ είναι λιτή, φυσική, ανθρώπινη. Ό,τι πρέπει, δηλαδή, για χαλάρωση, περισυλλογή και αναπόληση. Και ναι, σε τέτοιες συνθήκες μπορώ να απολαύσω πολλά και να συγχωρήσω περισσότερα. Ακόμα και την έλλειψη πάγου για το βραδινό ουίσκι.

Με τον Αριστείδη γνωριζόμαστε από δεκαέξι χρονών. Συμμαθητές στο γυμνάσιο στην Αθήνα. Σαν φοιτητές δεν κάναμε πολλή παρέα, με εξαίρεση τις λίγες εβδομάδες που κι οι δυο μας βρεθήκαμε το καλοκαίρι του 1970 στο Sheffield της Αγγλίας για να συμπληρώσουμε την προπτυχιακή κλινική εκπαίδευσή μας. Ήταν τότε που κατάλαβα ότι οι μεταπτυχιακές ιατρικές σπουδές στην Αμερική ήταν και δικό του όνειρο. Μια μέρα, ο Αριστείδης ήρθε στο μικρό διαμέρισμα που νοικιάζαμε με την αδερφή μου κοντά στην Πλατεία Μαβίλη για να μιλήσουμε. Η ώρα της αποφοίτησής μας δεν ήταν πια μακριά. Εκείνον τον καιρό υπήρχε η δυνατότητα να πάρουμε νέα αναβολή στράτευσης, ώστε να μπορέσουμε να αποκτήσουμε και κάποια ιατρική ειδικότητα. Τι θα κάνουμε λοιπόν εμείς; Τι θέλουμε να κάνουμε, τι πρέπει να κάνουμε;… Δεν δυσκολευτήκαμε να συμφωνήσουμε ότι ναι – «θα πάμε κανονικά στον στρατό τώρα». Η ρομαντική τότε αντίληψη για την πατρίδα και τις κοινωνικές μας υποχρεώσεις είχε παίξει τον ρόλο της. Δεν μπορούσα εκείνη τη στιγμή να φανταστώ σε τι περιπέτεια θα εξελισσόταν για μένα εκείνη η απόφαση. 

Ως νεοσύλλεκτος στο σύνταγμα πεζικού στην Κόρινθο πείστηκα οριστικά ότι το διαβόητο ελληνικό κράτος (γνωστό και ως “δημόσια διοίκηση”) είχε καταγάγει μία ακόμα νίκη εις βάρος της πατρίδας, καθώς μια ομάδα ψυχικά διαταραγμένων αξιωματικών κατάφερνε για πολύ καιρό να κρατάει όμηρο τον λαό, ακόμα και τον ίδιο τον Ελληνικό Στρατό. Που κι αυτός, βέβαια, δεν έδειχνε – πλην ελαχίστων ηρωικών εξαιρέσεων – ότι ήθελε πραγματικά να εμποδίσει την κακοποιό δράση των ψυχοπαθών στελεχών του. Στην Κόρινθο, λοιπόν, εκτός από την αφόρητη πλήξη είχα και δύο ανέλπιστες επιτυχίες. Εκτίμησα την αξία της σκληρής φυσικής άσκησης αφού εκεί έχασα επτά κιλά βάρους – πράγμα πολύ καλό για την καρδιακή μου υγεία – και επιλέχτηκα ως “υποψήφιος έφεδρος ανθυπολοχαγός” του υγειονομικού, με μοναδικό προσόν ότι το δικό μου “μέσο” ήταν ισχυρότερο από εκείνο άλλων υποψηφίων. Ακολούθησε η εκπαίδευση στο τάγμα υγειονομικού στη Χίο το καλοκαίρι του 1972 και λίγο αργότερα στο 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο στην Αθήνα. Στο τέλος της εκπαίδευσης δώσαμε γραπτές εξετάσεις, πριν ορκιστούμε ως “δόκιμοι έφεδροι ανθυπολοχαγοί”. Είμαστε λίγες δεκάδες παιδιά από όλη την Ελλάδα. Μας είχε δοθεί η υπόσχεση ότι η τοποθέτησή μας στις διάφορες μονάδες του Στρατού θα ήταν ανάλογη της βαθμολογίας μας σε εκείνες τις εξετάσεις. Ότι οι πιο άξιοι θα υπηρετούσαν σε κεντρικές μονάδες στις μεγάλες πόλεις ή πολύ κοντά σε αυτές. Ακόμα και σε στρατιωτικά νοσοκομεία, όπου θα μπορούσαν παράλληλα να αρχίσουν και την ιατρική τους ειδίκευση. Ήρθα δεύτερος σε εκείνες τις εξετάσεις, με πρώτο έναν οδοντίατρο που είχε αντιγράψει από εμένα. Α, ναι – ήταν και γιος του τότε αρχηγού της Χωροφυλακής. Για να με ανταμείψει για τις επιδόσεις μου, ο Ελληνικός Στρατός με έστειλε να αναλάβω το ιατρείο στρατιωτικής μονάδας στα ελληνοαλβανικά σύνορα!... 

Διάβηκα με το κίτρινο Fiat τον ποταμό Καλαμά και άρχισα να ανηφορίζω προς τους Φιλιάτες της Θεσπρωτίας. Λίγο αργότερα παρουσιαζόμουνα στο 628 Μηχανοκίνητο Τάγμα Πεζικού. Είχα ήδη αποδεχτεί τη μοίρα μου. Είχα ήδη αποφασίσει να μετατρέψω την κακοτυχία σε ευκαιρία. Την ευκαιρία να αποδείξω ότι μπορώ να είμαι καλός και θαρραλέος στρατιώτης, καλός και θαρραλέος γιατρός. Την ευκαιρία να γνωρίσω επιτέλους και την άλλη Ελλάδα. Πολύ μακριά από το Αίγιο, την Πλατεία Μαβίλη, το Γουδί και τους Αμπελοκήπους. Και η εμπειρία στους Φιλιάτες γέμισε πραγματικά την καρδιά μου με πρόσωπα, πράγματα, εικόνες και μουσικές που τώρα τα θυμάμαι με συγκίνηση… Το χαμόγελο και η ευρηματικότητα των φαντάρων… Ο Κερκυραίος διοικητής μας που με αντιμετώπιζε συνεχώς με καχυποψία και κάποτε και με ειρωνεία… Ο γενναίος και αντισυμβατικός ταγματάρχης με τον βυσσινί μπερέ της αεροπορίας στρατού, που ήταν ικανός να λύσει και να συναρμολογήσει πάλι σε λίγα λεπτά τη “μηχανή Wankel” του Mazda του. Που μου ζήτησε να τον «αρρωστήσω» την παραμονή της πρωτοχρονιάς του 1973, ώστε να μην έρθει στον σχετικό εορτασμό–δεξίωση αφού είχε ξεχάσει στην Αθήνα την επίσημη στολή του. «Και πώς θα περάσετε μόνος σας τη βραδιά;» ρώτησα. Εγώ όρθιος κι αυτός καθιστός, περιτριγυρισμένος από αμερικανικά περιοδικά για τη φωτογραφία. «Δεν θα είμαι μόνος γιατρέ!» απάντησε. Έσβησε το φως κι άρχισε να μου δείχνει φωτογραφίες της οικογένειάς του, μυώντας με έτσι στη μαγεία των φωτεινών διαφανειών (slides)… Ο Γιάννης από τον Βόλο κι ο Σπύρος από τα Γιάννενα, “οπλίτες ιατροί” και οι δύο, που κατάφερα να πείσω τον δύστροπο διοικητή μας ώστε να μπορούν να έρχονται κι αυτοί στη λέσχη αξιωματικών στον ελεύθερο χρόνο μας… Ο λοχίας που ήρθε στο ιατρείο με το μπουζούκι του για να κάνουμε πρόβες στο «Τι θέλεις να κάνω» του Χατζηνάσιου που τραγούδησα σε εκείνη τη δεξίωση μπροστά σε στρατό και πολίτες… Ο Απαμάν, ο μουσουλμάνος τραυματιοφορέας που, όταν η μητέρα μου ήρθε να με δει, την υποδέχτηκε με μια μικρή αυτοσχέδια ανθοδέσμη από αγριολούλουδα… Οι καθηγητές και οι καθηγήτριες του γυμνασίου. Τα καθαρά πρόσωπά τους. Το γλυκό τους χαμόγελο και η ζεστασιά που ένιωθα καλεσμένος κάποτε στο σπίτι τους… Τα μεγάλα παιδιά του γυμνασίου, αγόρια και κορίτσια, που έκαναν τα μάτια μου να βουρκώσουν καθώς – φορώντας τις αυθεντικές ηπειρώτικες ενδυμασίες που είχαν έρθει από μουσείο στα Γιάννενα και με μπροστάρη τον Τάσο, τον γυμναστή τους από την Πρέβεζα – χόρεψαν με περηφάνεια και χαμόγελο τον τσάμικο, τον Πωγωνίσιο (συρτό), τον κοφτό… Η Ελένη, συμφοιτήτριά μου στην ιατρική σχολή, που έκανε τότε το “αγροτικό” της σε γειτονικό χωριό. Οι βόλτες μας στην Ηγουμενίτσα. Οι σύντομες και μάλλον ρομαντικές εκδρομές μας στη Σαγιάδα και άλλα γειτονικά ψαροχώρια για φαγητό… 

Αλλά η πιο μεγάλη, η πιο δυνατή, η πιο αλησμόνητη εμπειρία από τη Θεσπρωτία ήταν η επίσκεψη στα φυλάκια του τάγματος, στη μεθοριακή γραμμή που μας χώριζε από την Αλβανία, για να εμβολιάσω τους στρατιώτες μας. Η διαδρομή μέσα από τη σκληρή και επιβλητική ορεινή φύση μού προκαλούσε δέος. Κάποτε σταματούσαμε για να βοηθήσουμε τον μικρό Παύλο που περπατούσε κάθε μέρα πολλή ώρα στη δύσβατη περιοχή για να πάει στο σχολείο του. Ο οδηγός του ασθενοφόρου τζιπ – Θεσσαλονικιός μάγκας από την Τούμπα, που έμαθε να οδηγεί στο στρατό – του φώναζε δυνατά κι ο Παύλος έτρεχε, περνούσε μέσα από το νερό του ρυακιού, σκαρφάλωνε στην πλαγιά και ανέβαινε στο τζιπ. Τον αφήναμε στο σχολείο του και συνεχίζαμε. Στο φυλάκιο μάς υποδέχτηκαν οι λίγοι στρατιώτες και με τον δικό του τρυφερό τρόπο το λυκόσκυλο του φυλακίου. Λίγο καιρό αργότερα, άλλο φυλάκιο, άλλα εμβόλια… Ένα πεζούλι μας χώριζε από τη γειτονική χώρα. Ένα ασβεστωμένο κάτασπρο πεζούλι. Πριν επιστρέψουμε στο στρατόπεδο, έστεκα για λίγα λεπτά όρθιος και σιωπηλός εκεί αντικρύζοντας τα βουνά, τις πλαγιές και τα φαράγγια πέρα από το πεζούλι. Σε λίγο οι λέξεις και οι φράσεις που άκουγα σε όλη μου τη ζωή άρχισαν να παίρνουν υπόσταση, περιεχόμενο και νόημα. Τα «αλβανικά βουνά», το «αλβανικό έπος», ο τόπος που «Έλληνες πολέμησαν σαν Ήρωες» ήσαν όλα εκεί. Στεκόντουσαν μπροστά μου μέσα στην επιβλητική απόλυτη σιωπή… Σκούπιζα μετά το δάκρυ, αποχαιρετούσα στρατιωτικά το αγαπημένο λυκόσκυλο και ανέβαινα στο τζιπ για την επιστροφή. 

Την άνοιξη του 1973 πήρα εντελώς ανέλπιστα μετάθεση για το νοσοκομείο ΝΙΜΤΣ στην Αθήνα. Όμως, όπως όλα τα καλά πράγματα έτσι κι αυτή η τοποθέτηση δεν κράτησε για πολύ όπως είχα ελπίσει. Το ελληνικό κράτος είχε μάλλον προσέξει κάποιο ταλέντο μου, που εγώ πάντως δεν γνώριζα. Το ταλέντο να είμαι συνοριακός γιατρός, συνοριακός δόκιμος έφεδρος ανθυπίατρος. Με έστειλε, λοιπόν, παραμονές Χριστουγέννων του 1973 σε νέα αποστολή στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα! Αυτή όμως είναι μια άλλη ιστορία, μια ιστορία που είναι πολύ δύσκολο να διηγηθώ. Μέχρι τότε είχα καταφέρει πάντως να ξεχωρίσω μέσα μου δύο έννοιες, δύο εντελώς διαφορετικά και συχνά ανταγωνιστικά πράγματα. Το ελληνικό κράτος και την πατρίδα. Το πρώτο είναι ένας καθυστερημένος, άξεστος οργανισμός, συγκροτούμενος κυρίως από αμόρφωτους, αναίσθητους, δειλούς και χωρίς φιλοδοξίες πολίτες – άστολους και ένστολους – που βλέπουν ως αποστολή τους να βασανίζουν, μεταφορικώς και κάποτε δυστυχώς και ουσιαστικώς, τους άλλους πολίτες. Την πατρίδα δεν μπορεί να την ορίσει εύκολα κάποιος με λόγια. Μπορώ μόνο να πω πώς είναι να νιώθει κάποιος βαθιά μέσα του τον χτύπο της καρδιάς της… Το πρόβλημα για την πατρίδα είναι ότι σε όλη την ιστορική διαδρομή μας το άθλιο ελληνικό κράτος πολύ συχνά υπονομεύει τις προσπάθειες των λίγων άξιων και γενναίων παιδιών της που πασχίζουν για την προκοπή και την ευημερία της.

Αυτές τις μέρες πριν από ογδόντα χρόνια, ο Έλληνας και Χριστιανός αξιωματικός Κωνσταντίνος Δαβάκης και «του Δαβάκη τ΄ άξια παλικάρια» έδωσαν στην Πίνδο και τα αλβανικά βουνά τον δικό τους ορισμό για τη λέξη «πατρίδα». Όπως έκανε και ο Έλληνας και Εβραίος αξιωματικός Μαρδοχαίος Φριζής, καβάλα στο άλογό του και πάντα δίπλα στα δικά του παλικάρια στα ίδια βουνά, μέχρι να χτυπηθεί θανάσιμα από τα εχθρικά αεροπλάνα τον Δεκέμβριο του 1940. Και όλα αυτά για να παραμείνει το ασβεστωμένο κάτασπρο πεζούλι εκεί πάνω ακέραιο στη θέση του… Χρόνια Πολλά συνέλληνες! Ζήτω η 28η Οκτωβρίου 1940!      

28 Οκτωβρίου 2020


Ακολουθήστε μας στο facebook και στο twitter: