Στου Άνθη

Στη δεκαετία του ’50 πηγαίναμε εκεί με τη μητέρα τα καλοκαίρια για μπάνιο. Εκείνα τα χρόνια μετρούσαμε τα μπάνια που κάναμε.  Ένα, δύο, τρία… δέκα, είκοσι. Ήταν ένα είδος συναγωνισμού με τα άλλα παιδιά. «Πόσα μπάνια έχεις κάνει;» - «Τριάντα!» - «Εγώ τριάντα τρία!»… Μετά το μπάνιο αναζητούσαμε λίγη σκιά κάτω από τους τεράστιους ευκαλύπτους και τα καλαμένια σκέπαστρα. Παραγγέλναμε “γκαζόζα” για να δροσιστούμε και άλλες φορές “βανίλια” για να γλυκαθούμε. Η “βανίλια”, γνωστή και ως “υποβρύχιο”, ήταν ένα μικρό κουτάλι με ολόλευκη μαστίχα Χίου - ή κάτι παρόμοιο αλλά πάντως πολύ ευχάριστο στη γεύση - εμβαπτισμένο σ’ ένα ποτήρι δροσερού νερού. Τα μικρά μάτια μου είχαν εντυπωσιαστεί με το γεγονός ότι όλα τα ποτήρια του νερού στα καφενεία τότε ήσαν στρογγυλά σαν κύλινδροι με ένα εξόγκωμα σαν κουλούρα γύρω-γύρω στο επάνω μέρος, λίγο κάτω από το χείλος του ποτηριού.

Κάποτε έφυγα απ’ του Άνθη και δεν ξαναπήγα για πολλά χρόνια. ΄Υστερα έφυγα κι απ΄το Αίγιο, και λίγα χρόνια αργότερα ένιωσα την ακατανίκητη επιθυμία να φύγω κι απ’ τη χώρα. Τα χρόνια περνούσαν και κάποτε στη ξενιτιά ένιωσα ακατανίκητη νοσταλγία. Επέστρεψα στη χώρα, σαν άλλος Οδυσσέας που επιστρέφει στην Ιθάκη του. Άρχισα τότε να επιστρέφω και στο Αίγιο. Σπάνια στην αρχή, πιο συχνά αργότερα. Χανόμουνα στα ενδότερα της πόλης σαν περιηγητής. Χαιρόμουνα να περιέρχομαι χωρίς βιασύνη τους δρόμους και τα σοκάκια του. Να κοιτάζω γύρω μου και να φωτογραφίζω ότι έχει απομείνει από το Αίγιο του ’50 και του ’60. Να αναζητάω με επιμονή αρχαιολόγου ίχνη ενός ευτυχισμένου παρελθόντος. Να ψαύω με συγκίνηση όσες ψηφίδες διασώζονται από το πολύτιμο μωσαϊκό των παιδικών χρόνων… Ξαναπήγα και στου Άνθη το περασμένο φθινόπωρο, χάρη στην πρωτοβουλία καλού Αιγιώτη φίλου που τώρα ζει στην Πάτρα. Στην ίδια περιοχή υπάρχει σήμερα και η μαρίνα του Ναυτικού Ομίλου. Το παλιό, γραφικό καφενείο του Άνθη έχει αντικατασταθεί από “Café-Bar Restaurant”. Η πόρτα στην είσοδο μας πληροφορεί ότι υπάρχει “wi-fi” και ότι σερβίρεται και “vaflaki”. Μόνο μερικοί από τους παλιούς τεράστιους ευκαλύπτους θυμίζουν πια το μικρό καφενείο με τη γκαζόζα και τη βανίλια. Η ζωή τραβάει την ανηφόρα με σημαίες και με ταμπούρλα, που λέει κι ο ποιητής, αλλά και με wi-fi, με καφέ espresso και με vaflaki... Η αλλαγή που φέρνει ο χρόνος ήταν οπωσδήποτε μοιραία. Η παγκοσμιοποίηση μάλλον αναπόφευκτη.

Ξαναβρέθηκα κοντά στο Αίγιο λίγο μετά τα Χριστούγεννα. Είχαμε κατέβει με την Έφη στο χωριό για σαββατοκύριακο. Η Κυριακή ήταν μια λαμπερή ημέρα. Λατρεύω τον χειμωνιάτικο ήλιο και τον απολαμβάνω όπου τον βρω. Περίπου όπως οι γάτες. Σκεφτήκαμε ότι θα ήταν όμορφο να τρώγαμε κάπου στο ύπαιθρο, κάπου κάτω απ' τον ήλιο. Ακολουθήσαμε την καρδιά μας κι αυτή μας οδήγησε στην παραλία του Αιγίου. Το “τουριστικό” κοντά στις δώδεκα βρύσες ήταν κλειστό κι έτσι καταλήξαμε στο “Café-Bar Restaurant” στου Άνθη. Για φαγητό, καφέ και… vaflaki. Στο ξύλινο deck δίπλα στη θάλασσα ήταν πολύ όμορφα. Αρχίσαμε να κρυώνουμε και μπήκαμε μέσα. Ο κόσμος πολύς κι ο καπνός απ’ τα τσιγάρα ήταν η μοναδική κακή πλευρά του όμορφου χώρου με την ακόμα πιο όμορφη θέα. Κοίταξα γύρω μου και παρατήρησα τους θαμώνες έναν-έναν. Άγνωστα πρόσωπα όλοι τους. Άγνωστοι κι εμείς ανάμεσά τους. Ήταν ο γνώριμος τρούλος του ναού των «Εισοδίων» που, έτσι καθώς ξεχώριζε στη μακρινή ουρανογραμμή της επάνω πόλης, με έπεισε ότι βρίσκομαι στο Αίγιο – στο δικό μου Αίγιο. Τι να έγιναν άραγε οι παλιοί φίλοι, οι παλιοί γνωστοί, τα γνώριμα νεανικά χαμόγελα; Πού να πήγαν «του ’60 οι εκδρομείς»; Πού να βρίσκονται «κι όσοι κρατούν φιλίες απ’ το εξηνταπέντε»;...

Το απόγευμα ήταν φωτεινό και γαλήνιο. Θέλαμε πολύ να περπατήσουμε. Να περπατήσουμε και να επανεπισκεφτούμε χώρους-ενθύμια από το παλιό Αίγιο. Πήραμε το δρόμο για την απέναντι παραλία προς την ανατολή. Βρεθήκαμε έτσι μπροστά σε εικόνες οικείες και αγαπημένες. Σε γειτονιές που είχαν χαθεί για πολλά χρόνια στα βάθη της μνήμης και της ψυχής μας. Παραδοθήκαμε στον ενθουσιασμό και τη συγκίνηση. Βγάλαμε τα κινητά μας τηλέφωνα (αλήθεια τι φτηνός και βέβηλος τρόπος για να φωτογραφίσεις κάτι τόσο όμορφο…) κι αρχίσαμε να φωτογραφίζουμε για πολλή ώρα. Σαν να θέλαμε να πάρουμε για πάντα μαζί μας και να κρατήσουμε τρυφερά λίγα πετραδάκια απ' το παλιό Αίγιο – το δικό μας Αίγιο… Οι παλιές σταφιδαποθήκες. Άλλες άδειες και ερειπωμένες κι άλλες φιλοξενούν “Café-Bar Restaurant” ή “Club” όπου οι νεαροί Αιγιώτες του σήμερα διασκεδάζουν και ερωτοτροπούν καταναλώνοντας cocktails. Στο τέλος της βόλτας ο Αϊ Νικολάκης και παραπέρα η Αλυκή. Τα βουνά της απέναντι Ρούμελης τόσο κοντά που νομίζεις πως μπορείς να τα αγγίξεις απλώνοντας το χέρι. Μερικοί ψαρεύουν στην ακτή και άλλοι έχουν βγάλει το σκύλο τους για περίπατο. Περνάμε μπροστά από την όμορφη πέτρινη οικία αγαπημένου φίλου μας απ’ τα παλιά. Οικία με ιστορική σημασία για το Αίγιο. Γυρίζουμε σιγά-σιγά πάλι πίσω. Τα θρυλικά “σκαλάκια”. Θυμάμαι να τα κατεβαίνω, μικρό αγόρι στη δεκαετία του ‘50, για να επισκεφτώ τη θεία τη Μαρία στο κτίριο της “Ένωσης Συνεταιρισμών” στην παραλία. Εκεί δηλαδή που δούλευε όταν κάποτε «υπέγραψε» και επέστρεψε κοντά μας από την εξορία στο Τρίκερι.

Στην ίδια περιοχή με τα “σκαλάκια” - στην κάτω μεριά τους - μερικά από τα πιο όμορφα κτίρια της παλιάς πόλης, δίπλα ακριβώς στη σιδηροδρομική γραμμή, τη «γραμμή του Τρικούπη». Μονοκατοικίες μικρές και ταπεινές, ή μεγάλες και επιβλητικές. Όλες με τη χαρακτηριστική αρχιτεκτονική περασμένων δεκαετιών. Οι περισσότερες έχουν παραδοθεί στη μοίρα τους. Μετά από ένα ένδοξο παρελθόν, τώρα η παρακμή και η εγκατάλειψη. Οι τοίχοι τους χρησιμεύουν πια για το graffiti και τα ρομαντικά μηνύματα των νέων. Οι εξαιρέσεις των αναπαλαιωμένων κατοικιών είναι λίγες και αξιοθαύμαστες. Εκεί και o σταθμός του σιδηροδρόμου με τη ξεχωριστή αρχιτεκτονική και το τυπικό σκέπαστρο για όσους περίμεναν. Εγκαταλελειμμένος σήμερα, μοιάζει να αργοπεθαίνει μαζί με ένα ξεχασμένο βαγόνι ενώ οι γραμμές έχουν θαφτεί μέσα στη χορταριασμένη γη. Θυμάμαι που πηγαίναμε στον σταθμό, ο πατέρας κι εγώ, για να υποδεχτούμε τη Λίτσα - φοιτήτρια τότε - που θα ερχόταν απ’ την Αθήνα για διακοπές. Περιμέναμε κάτω απ΄ το σκέπαστρο κοιτώντας ανυπόμονα προς τα δεξιά μας μέχρι να φανούν μέσα στο σκοτάδι τα φώτα του οτομοτρίς. Θυμάμαι τα χαμόγελα, τις αγκαλιές, τα δυνατά αισθήματα… Εκεί και το παλιό ξενοδοχείο “Hotel Helmos”, παραδομένο κι αυτό στη μοίρα του – μια μοίρα κακή σε καιρούς που ούτε χρήματα υπάρχουν αλλά ούτε και ενδιαφέρον για να διασωθούν κάποια λίγα έστω κτίρια. Έτσι, για να μην πεθάνει η ψυχή της πόλης. Για να μην ασχημύνει εντελώς το πρόσωπό της από τους πανύψηλους δεινόσαυρους, τους φτιαγμένους από τσιμέντο, ατσάλι και γυαλί. Για να υπάρχει συνέχεια με το παρελθόν.    

Μας βρήκε το σούρουπο να φωτογραφίζουμε, να αναπολούμε και να σκεφτόμαστε. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και γυρίσαμε στον Πλάτανο. Τα αισθήματα στο τέλος της ημέρας ήταν έντονα. Αλλά και αντιφατικά και παράξενα. Ευτυχώς - σκεφτήκαμε - υπάρχουν ακόμα αρκετά «πετραδάκια» από το δικό μας Αίγιο.  Όμως, είναι πια ένα Αίγιο χωρίς Αιγιώτες! Χωρίς τους Αιγιώτες που γνωρίζαμε και μας γνώριζαν. Χωρίς όλους εκείνους που παίξαμε μαζί και πήγαμε σχολείο μαζί. Χωρίς εκείνους και εκείνες που κάποτε μας χαμογέλασαν και που κάναμε μαζί ατέλειωτες βόλτες πάνω-κάτω τα βράδια της Κυριακής στα Ψηλά Αλώνια… Συμφωνήσαμε πάντως με την Έφη ότι θέλουμε να επιστρέφουμε στο Αίγιο. Θα ψάξουμε καλά. Θα ξανασμίξουμε ίσως με κάποιους από τους παλιούς φίλους. Θα τους αγκαλιάσουμε και θα μιλήσουμε για τα παλιά. Και θα πάμε μαζί για vaflaki στου Άνθη!... Άλλωστε, έχουμε τόσες άλλες γειτονιές ακόμα για να φωτογραφίσουμε. 


2 Φεβρουαρίου 2016



Ακολουθήστε μας στο facebook και στο twitter: